- ταυρόκολλον
- ταυρό-κολλον, τό, = foreg., Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταυρόκολλον — τὸ, ΜΑ ταυρόκολλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυρόκολλα, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
ταυρόκολλα — glue made from bulls hides fem nom/voc sg ταυρόκολλον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)